στραπάτσο

στραπάτσο
το, Ν
1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση
2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στραπάτσο — το (λ. ιταλ.), ζημία, φθορά: Η πλημμύρα τα έκανε όλα στραπάτσο (τα κατέστρεψε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραπατσάρης — α, ικο Ν [στραπάτσο] αυτός που έχει την τάση ή το ελάττωμα να στραπατσάρει …   Dictionary of Greek

  • στραπατσάρω — Ν 1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα») 2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω 3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο …   Dictionary of Greek

  • τσαλάκωμα — το, ατος 1. ζάρωμα, σούφρωμα, στραπατσάρισμα: Τσαλάκωμα της γραβάτας. 2. μτφ., ηθικός εξευτελισμός, στραπάτσο: Με την καταδίκη του έπαθε τσαλάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”